θρομβοκυτταρολυσίνη

θρομβοκυτταρολυσίνη
η
(βιοχ.) αντίσωμα που περιέχεται σε μη φυσιολογικό αίμα και μπορεί να καταστρέψει τα αιμοπετάλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”